- ὑπόρραιβος
- ὑπόρραιβος, ον,A somewhat crooked or bandy-legged, Sch.B Il.8.164.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόρραιβος — somewhat crooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόρραιβος — ον, Α λίγο καμπύλος ή κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥαιβός «κυρτός, καμπούρης»] … Dictionary of Greek